Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διὰ τὰς ἀ

См. также в других словарях:

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • OGYGES — Thebanorum, secundum alios, Ogygiae et Actes, quae postea Boeotia et Attica dicta, Rex, qui Thebas Boeotias condidit circiter mille et quingentis annis ante romam conditam. Idem et Eleusinem exstruxisse fertur. Sub hoc Rege fuit diluvium magnum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PELARGI — Graece Πελαργοι, cognominati sunt διὰ τὴν πλάνην, i. e. ob peregrinationem seu errorem, duo fratres, quie Tuscia profecti Athenas venerunt, ibiqueprimi, cum prius in specubus locisque subterraneis homines habitarent, ex lateribus domos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • обрѣтательствиѥ — ОБРѢТАТЕЛЬСТВИ|Ѥ (2*), ˫А с. Изобретение, создание чего л.: въ Ѥлинѣхъ словими б҃зи, Зевесь же и Посидонъ... ѡ таковыхъ идолобѣсовьстви˫а и ѡбрѣтательствиѥ б҃ъ [в др. сп. б҃жiе] исписаниѥ ѡбличающе, тако вѣщаваеть (τὰς... ἐφευρέσεις) ΓΑ XIII–XIV …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • HECAERGE — nympha Claud. in 2. Cons. Stilich. Carm. 24. v. 253. Metuenda feris Hecaerge Et soror, optatum numen venantibus, Opis. Callimach. Οὖπις το Λοξώ τε καὶ εὐαίων Ε῾καέργη. Nic. Lloyd. Eadem cum Hecate, Voss. Sicut enim Apollo Ε῾κάεργος quasi ὁ τὰ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περιέλασις — άσεως, ἡ, Α [περιελαύνω] 1. το να μετακινείται κανείς επάνω σε αμάξι («κάθηται ἐν τῇ ἁμάξῃ... διὰ τὰς μεταστάσιας καὶ τὰς περιελάσιας», Ηρόδ.) 2. το να εκτοξεύει κανείς ολόγυρα κάτι 3. δρόμος κατάλληλος για μετακίνηση με αμάξι, λεωφόρος …   Dictionary of Greek

  • συγκλώ — άω, Α 1. λυγίζω, τσακίζω («κλήμαθ ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα», Αριστοφ.) 2. (για αδαή γλύπτη) σπάζω εντελώς, συντρίβω 3. παθ. συγκλῶμαι, άομαι α) (για γραμμές) είμαι τεθλασμένος β) (μτφ. και για ανθρώπους που έχουν δουλικές ενασχολήσεις)… …   Dictionary of Greek

  • Мамукас, Андреас — Андреас Мамукас Ανδρέας Ζ. Μάμουκας Псевдонимы: (п …   Википедия

  • Αρβάλης, Παναγιώτης — (Τρίπολη 1779 – Βυτίνα 1821).Φιλικός. Έμπορος στο επάγγελμα, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην προετοιμασία του Αγώνα. Το 1819, σε ηλικία 40 ετών, κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικηφόρο Παμπούκη και διορίστηκε ταμίας της Εφορείας που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»